γαῖα

γαῖα
γαῖα, γῆ: earth, land; distinguished from the heavens, (κίονες) αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν, Od. 1.54; geographically, Ἀχαιίδα γαῖαν, esp. native land, πατρίδα γαῖαν, pl., οὐδέ τις ἄλλη | φαίνετο γαιάων ἀλλ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, Od. 14.302; as substance, χυτὴ γαῖα, for a grave, Il. 6.464 ; κωφὴ γαῖα, ‘silent dust,’ Il. 24.54; prov., ὗμεῖς πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, Il. 7.99. The form γῆ is of less common occurrence, Od. 13.233, Od. 23.233, Il. 21.63.—Personified, Γαῖα, Il. 15.36; Γῆ, Il. 3.104, Il. 19.259.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαία — γαίᾱ , γαῖα land fem nom/voc/acc dual (epic ionic) γαίᾱ , γαῖα land fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱ , γαῖα land fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαίᾳ — γαίᾱͅ , γαῖα land fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱͅ , γαῖα land fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαία — Γαίᾱ , Γαῖα land fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαίᾳ — Γαίᾱͅ , Γαῖα land fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαῖα — land fem nom/voc sg Γαῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῖα — land fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • γαῖᾳ — γαῖαι , γαῖα land fem nom/voc pl (epic ionic) γαῖαι , γαῖα land fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαῖᾳ — Γαῖαι , Γαῖα land fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαία Ταρακία — Μία από τις ιέρειες (Εστιάδες) της Ρώμης, που πίστευαν πως είχε χαρίσει στην πόλη το Πεδίον του Άρεως. Στην Εστιάδα αυτή είχε επιτραπεί να συνάψει γάμο …   Dictionary of Greek

  • Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”